- παραζηλώ
- -όω, Α1. προκαλώ σε κάποιον ζηλοτυπία2. δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι3. παρακινούμαι να δείξω ζήλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ζηλῶ (< ζῆλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραζηλῶ — παραζηλόω provoke to jealousy pres subj act 1st sg παραζηλόω provoke to jealousy pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραζήλωσις — ώσεως, η, Α [παραζηλώ] ζήλος, άμιλλα … Dictionary of Greek